Greek Meaning of communicative

κοινωτικός

Other Greek words related to κοινωτικός

Definitions and Meaning of communicative in English

Wordnet

communicative (a)

of or relating to communication

able or tending to communicate

FAQs About the word communicative

κοινωτικός

of or relating to communication, able or tending to communicate

αρθρωτός,εκτατικός,εξωστρεφής,κουβεντολόγος,φωνητικός,κουβεντιάζω,συνομιλίας,εξωστρεφής,εξωστρεφής,άπταιστα

αόριστος,βουβός,ήσυχος,ντροπαλός,σιωπηλός,άφωνος,απόμακρος,ανασταλμένος,Εσωστρεφής,μητέρα

communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών, communications security establishment => Εγκατάσταση ασφάλειας επικοινωνιών, communications satellite => Δορυφόρος επικοινωνιών, communications protocol => Πρωτόκολλο επικοινωνίας, communications intelligence => Πληροφορίες Επικοινωνιών,