Greek Meaning of communicatory
επικοινωνιακή
Other Greek words related to επικοινωνιακή
- ολοκληρωμένο
- άφθονος
- λεπτομερής
- εποικοδομητικός
- επεξηγηματικός
- επεξηγηματικός
- επωφελής
- κουβεντιάζω
- εποικοδομητικός
- εκπαιδευτικό
- Εκπαιδευτικός
- διαφωτιστικός
- γεμάτος
- κουτσομπόλης
- φωτιστικός
- ενημερωτικός
- ενημερωτικός
- ενημερωτικός
- εκπαιδευτικός
- ενδεικτικός
- νέος
- Πρακτικός
- Κερδοφόρος
- χρησιμοποιώντας
- χρήσιμος
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- αξίζει τον κόπο
Nearest Words of communicatory
- communicator => επικοινωνητής
- communicativeness => επικοινωνιακότητα
- communicative => κοινωτικός
- communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών
- communications security establishment => Εγκατάσταση ασφάλειας επικοινωνιών
- communications satellite => Δορυφόρος επικοινωνιών
- communications protocol => Πρωτόκολλο επικοινωνίας
- communications intelligence => Πληροφορίες Επικοινωνιών
- communications => επικοινωνίες
- communicational => επικοινωνιακός
- communion => Θεία Κοινωνία
- communion table => τράπεζα της κοινωνίας
- communique => ανακοινωθέν
- communisation => κοινοκτημοσύνη
- communise => Κοινοτικοποιώ
- communism => κομμουνισμός
- communism peak => Κορυφή του κομμουνισμού
- communist => κομμουνιστής
- communist china => η κομμουνιστική κινα
- communist economy => Κομμουνιστική οικονομία
Definitions and Meaning of communicatory in English
communicatory (a)
able or tending to communicate
FAQs About the word communicatory
επικοινωνιακή
able or tending to communicate
ολοκληρωμένο,άφθονος,λεπτομερής,εποικοδομητικός,επεξηγηματικός,επεξηγηματικός,επωφελής,κουβεντιάζω,εποικοδομητικός,εκπαιδευτικό
Ανέφικτο,μη διαφωτιστικό,μη αποκαλυπτικός,Ανημέρωτο,διδακτικός,Άχρηστο,άχρηστος,άχρηστος
communicator => επικοινωνητής, communicativeness => επικοινωνιακότητα, communicative => κοινωτικός, communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών, communications security establishment => Εγκατάσταση ασφάλειας επικοινωνιών,