Greek Meaning of availing
χρησιμοποιώντας
Other Greek words related to χρησιμοποιώντας
- επωφελής
- εποικοδομητικός
- χρήσιμος
- Κερδοφόρος
- άφθονος
- εποικοδομητικός
- επεξηγηματικός
- Πρακτικός
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- αξίζει τον κόπο
- κουβεντιάζω
- επικοινωνιακή
- ολοκληρωμένο
- λεπτομερής
- εκπαιδευτικό
- Εκπαιδευτικός
- επεξηγηματικός
- διαφωτιστικός
- γεμάτος
- κουτσομπόλης
- φωτιστικός
- ενημερωτικός
- ενημερωτικός
- ενημερωτικός
- εκπαιδευτικός
- ενδεικτικός
- νέος
Nearest Words of availing
Definitions and Meaning of availing in English
availing (p. pr. & vb. n.)
of Avail
FAQs About the word availing
χρησιμοποιώντας
of Avail
επωφελής,εποικοδομητικός,χρήσιμος,Κερδοφόρος,άφθονος,εποικοδομητικός,επεξηγηματικός,Πρακτικός,επισκευάσιμος,χρηστικό
Ανέφικτο,Ανημέρωτο,Άχρηστο,άχρηστος,μη διαφωτιστικό,άχρηστος,μη αποκαλυπτικός,διδακτικός
availed => επωφελήθηκε, availableness => διαθεσιμότητα, available => Διαθέσιμο, availability => διαθεσιμότητα, availabilities => διαθεσιμότητες,