Greek Meaning of availed
επωφελήθηκε
Other Greek words related to επωφελήθηκε
Nearest Words of availed
Definitions and Meaning of availed in English
availed (imp. & p. p.)
of Avail
FAQs About the word availed
επωφελήθηκε
of Avail
επωφελήθηκε,επωφελήθηκε,βοήθησε,επωφελήθηκε,εξυπηρετείται,πλεονεκτικός,βοήθησε,υποστηρίζεται,ευλογημένος,ικανοποιημένος
κατεστραμμένος,παρεμποδισμένος,πόνος,εξασθενημένος,παρεμποδισμένο,τραυματισμένος,Πλήττεται,βλάβη,αναστατωμένος,στεναχωρημένος
availableness => διαθεσιμότητα, available => Διαθέσιμο, availability => διαθεσιμότητα, availabilities => διαθεσιμότητες, avail => επωφελούμαι,