Greek Meaning of advantaged
πλεονεκτικός
Other Greek words related to πλεονεκτικός
- στερημένος
- άπορος
- μειονεκτούντες
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Χρεωκοπία
- Χρεοκοπημενος
- καταθλιπτικός
- από το χέρι στο στόμα
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- φτωχός
- μειωμένη
- κατεστραμμένος
- Υποβαθμισμένος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- Χαμηλός
- εμπερίστατος
- τσιμπημένο
- κοντός
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
- άπορος
Nearest Words of advantaged
- advantageable => επωφελής
- advantage => πλεονέκτημα
- advancive => προχωρημένος
- advancing surface => Επιφάνεια προώθησης
- advancing edge => προχωρημένη άκρη
- advancing => προελαύνοντας
- advancer => προλαβαίνω
- advancement => πρόοδος
- advanced research and development activity => Προχωρημένη ερευνητική και αναπτυξιακή δραστηριότητα
- advanced => προηγμένος
Definitions and Meaning of advantaged in English
advantaged (imp. & p. p.)
of Advantage
FAQs About the word advantaged
πλεονεκτικός
of Advantage
καλύτερα,ευλογημένος,ευλογημένος,προνομιούχος,Ευκατάστατοι,άνετος,ακμάζων,εύπορος,πλούσιος,εύπορος
στερημένος,άπορος,μειονεκτούντες,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός
advantageable => επωφελής, advantage => πλεονέκτημα, advancive => προχωρημένος, advancing surface => Επιφάνεια προώθησης, advancing edge => προχωρημένη άκρη,