Greek Meaning of advantaged

πλεονεκτικός

Other Greek words related to πλεονεκτικός

Definitions and Meaning of advantaged in English

Webster

advantaged (imp. & p. p.)

of Advantage

FAQs About the word advantaged

πλεονεκτικός

of Advantage

καλύτερα,ευλογημένος,ευλογημένος,προνομιούχος,Ευκατάστατοι,άνετος,ακμάζων,εύπορος,πλούσιος,εύπορος

στερημένος,άπορος,μειονεκτούντες,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός

advantageable => επωφελής, advantage => πλεονέκτημα, advancive => προχωρημένος, advancing surface => Επιφάνεια προώθησης, advancing edge => προχωρημένη άκρη,