Greek Meaning of moneyed
εύπορος
Other Greek words related to εύπορος
- στερημένος
- άπορος
- μειονεκτούντες
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Υποβαθμισμένος
- Χρεωκοπία
- Χρεοκοπημενος
- καταθλιπτικός
- από το χέρι στο στόμα
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- τσιμπημένο
- φτωχός
- κατεστραμμένος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- Χαμηλός
- εμπερίστατος
- μειωμένη
- κοντός
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
- άπορος
Nearest Words of moneyed
Definitions and Meaning of moneyed in English
moneyed (a)
based on or arising from the possession of money or wealth
moneyed (s)
having an abundant supply of money or possessions of value
moneyed (adv.)
Supplied with money; having money; wealthy; as, moneyey men.
Converted into money; coined.
Consisting in, or composed of, money.
FAQs About the word moneyed
εύπορος
based on or arising from the possession of money or wealth, having an abundant supply of money or possessions of valueSupplied with money; having money; wealthy
Ευκατάστατοι,πλούσιος,πλούσιος,πολυτελής,Ευημερούσα,επιτυχής,ευκατάστατος,εύπορος,εύπορος,εύπορος
στερημένος,άπορος,μειονεκτούντες,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός
moneybag => Πορτοφόλι, moneyage => Moneyage, money supply => Προσφορά χρήματος, money plant => Φυτό χρήματος, money order => ταχυδρομική επιταγή,