Greek Meaning of penniless

Χωρίς δεκάρα

Other Greek words related to Χωρίς δεκάρα

Definitions and Meaning of penniless in English

Wordnet

penniless (s)

not having enough money to pay for necessities

Webster

penniless (a.)

Destitute of money; impecunious; poor.

FAQs About the word penniless

Χωρίς δεκάρα

not having enough money to pay for necessitiesDestitute of money; impecunious; poor.

Χρεοκοπημενος,φτωχοποιημένος,φτωχός,Χρεωκοπία,χρεοκοπημένος,ζητιάνος,ζητιανικός,καταθλιπτικός,στερημένος,άπορος

Ευκατάστατοι,λίπος,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,πλούσιος,πλούσιος,εύπορος,άνετος,FLUSH

pennigerous => φτερωτός, penniform => Φτεροειδής, pennies => λεπτά, penni => πέννι, penner => άστεγος,