Greek Meaning of penned
γραμμένο
Other Greek words related to γραμμένο
Nearest Words of penned
Definitions and Meaning of penned in English
penned (imp. & p. p.)
of Pen
of Pen
penned (a.)
Winged; having plumes.
Written with a pen; composed.
FAQs About the word penned
γραμμένο
of Pen, of Pen, Winged; having plumes., Written with a pen; composed.
φυλακισμένος,αλυσοδεμένο,επισυνάπτεται,Φυλακισμένος,επισυναπτόμενο,αγκυροβολημένος,μπουλονάρω,δεμένος,πιάστηκε,περιορισμένος
δραπέτευσε,δωρεάν,χαλαρός,ελεύθερος,ανεμπόδιστη,ανεξέλεγκτος,ανέμελος,απεριόριστος,απελευθερωμένος,ελεύθερος
penne => πένα, pennatulidae => Πένα (θαλάσσια), pennatulas => Φτερόθαυμα, pennatulae => Κενόδερμα, pennatulacea => Πενατοειδή,