Greek Meaning of inclosed
επισυναπτόμενο
Other Greek words related to επισυναπτόμενο
Nearest Words of inclosed
Definitions and Meaning of inclosed in English
inclosed (imp. & p. p.)
of Inclose
FAQs About the word inclosed
επισυναπτόμενο
of Inclose
φυλακισμένος,αλυσοδεμένο,περιορισμένος,τειχισμένος,Φυλακισμένος,Δεμένος,γραμμένο,αγκυροβολημένος,μπουλονάρω,δεμένος
δραπέτευσε,δωρεάν,χαλαρός,ελεύθερος,ανεμπόδιστη,ανεξέλεγκτος,ανέμελος,απεριόριστος,απελευθερωμένος,ελεύθερος
inclose => περικλείω, incloister => μοναχέψω, inclip => Εγκλί, inclinometer => κλιτόμετρο, inclinnometer => κλινομετρο,