Greek Meaning of immured

τειχισμένος

Other Greek words related to τειχισμένος

Definitions and Meaning of immured in English

Webster

immured (imp. & p. p.)

of Immure

FAQs About the word immured

τειχισμένος

of Immure

φυλακισμένος,αλυσοδεμένο,επισυνάπτεται,Φυλακισμένος,επισυναπτόμενο,αγκυροβολημένος,μπουλονάρω,δεμένος,πιάστηκε,περιορισμένος

δραπέτευσε,δωρεάν,χαλαρός,ελεύθερος,ανεμπόδιστη,ανεξέλεγκτος,ανέμελος,απεριόριστος,απελευθερωμένος,ελεύθερος

immunotherapy => Ανοσοθεραπεία, immunotherapeutic => ανοσοθεραπευτικός, immunosuppressor => Ανοσοκατασταλτικό, immunosuppressive drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, immunosuppressive => Ανοσοκατασταλτική,