FAQs About the word immunosuppressor

Ανοσοκατασταλτικό

a drug that lowers the body's normal immune response

No synonyms found.

No antonyms found.

immunosuppressive drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, immunosuppressive => Ανοσοκατασταλτική, immunosuppression => ανοσοκαταστολή, immunosuppressed => Ανοσοκατεσταλμένος, immunosuppressant => Ανοσοκατασταλτικό,