Greek Meaning of immunosuppressor
Ανοσοκατασταλτικό
Other Greek words related to Ανοσοκατασταλτικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of immunosuppressor
- immunosuppressive drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο
- immunosuppressive => Ανοσοκατασταλτική
- immunosuppression => ανοσοκαταστολή
- immunosuppressed => Ανοσοκατεσταλμένος
- immunosuppressant => Ανοσοκατασταλτικό
- immunopathology => Ανοσοπαθολογία
- immunology => Ανοσολογία
- immunologist => ανοσολόγος
- immunologically => ανοσολογικά
- immunological disorder => ανοσολογική διαταραχή
Definitions and Meaning of immunosuppressor in English
immunosuppressor (n)
a drug that lowers the body's normal immune response
FAQs About the word immunosuppressor
Ανοσοκατασταλτικό
a drug that lowers the body's normal immune response
No synonyms found.
No antonyms found.
immunosuppressive drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, immunosuppressive => Ανοσοκατασταλτική, immunosuppression => ανοσοκαταστολή, immunosuppressed => Ανοσοκατεσταλμένος, immunosuppressant => Ανοσοκατασταλτικό,