Greek Meaning of chained
αλυσοδεμένο
Other Greek words related to αλυσοδεμένο
Nearest Words of chained
- chain wrench => Κλειδί αλυσίδας
- chain wheel => Αλυσοτροχός
- chain up => αλυσόδεμα
- chain tongs => Τανάλια αλυσίδας
- chain tie => αλυσίδα γραβάτα
- chain store => Αλυσίδα καταστημάτων
- chain stitch => Αλυσίδα
- chain saw => Αλυσοπρίονο
- chain reactor => Αλυσιδωτή αντίδραση
- chain reaction => Αλυσιδωτή αντίδραση
Definitions and Meaning of chained in English
chained (s)
bound with chains
chained (imp. p. p.)
of Chain
FAQs About the word chained
αλυσοδεμένο
bound with chainsof Chain
φυλακισμένος,επισυνάπτεται,τειχισμένος,Φυλακισμένος,επισυναπτόμενο,Δεμένος,αγκυροβολημένος,μπουλονάρω,δεμένος,πιάστηκε
δραπέτευσε,δωρεάν,χαλαρός,ελεύθερος,ανεμπόδιστη,ανεξέλεγκτος,ανέμελος,απεριόριστος,απελευθερωμένος,ελεύθερος
chain wrench => Κλειδί αλυσίδας, chain wheel => Αλυσοτροχός, chain up => αλυσόδεμα, chain tongs => Τανάλια αλυσίδας, chain tie => αλυσίδα γραβάτα,