Greek Meaning of caged

φυλακισμένος

Other Greek words related to φυλακισμένος

Definitions and Meaning of caged in English

Webster

caged (imp. & p. p.)

of Cage

Webster

caged (a.)

Confined in, or as in, a cage; like a cage or prison.

FAQs About the word caged

φυλακισμένος

of Cage, Confined in, or as in, a cage; like a cage or prison.

αλυσοδεμένο,επισυνάπτεται,τειχισμένος,Φυλακισμένος,επισυναπτόμενο,Δεμένος,γραμμένο,αγκυροβολημένος,μπουλονάρω,δεμένος

δραπέτευσε,δωρεάν,χαλαρός,ελεύθερος,ανεμπόδιστη,ανεξέλεγκτος,ανέμελος,απεριόριστος,απελευθερωμένος,ελεύθερος

cage in => Κλουβιάστε, cage => κλουβί, cag => Cag, caftan => καφτάνι, cafileh => καφές,