Greek Meaning of escaped

δραπέτευσε

Other Greek words related to δραπέτευσε

Definitions and Meaning of escaped in English

Wordnet

escaped (s)

having escaped, especially from confinement

Webster

escaped (imp. & p. p.)

of Escape

FAQs About the word escaped

δραπέτευσε

having escaped, especially from confinementof Escape

δωρεάν,χαλαρός,ελεύθερος,ανεμπόδιστη,Ατελείωτος,απεριόριστος,απελευθερωμένος,ανεξέλεγκτος,Αδεσμευτος,ανεμπλοκή

δεμένος,πιάστηκε,περιορισμένος,συγκρατημένος,μπουλονάρω,φυλακισμένος,αλυσοδεμένο,επισυνάπτεται,τειχισμένος,Φυλακισμένος

escape wheel => τροχός διαφυγής, escape velocity => Ταχύτητα διαφυγής, escape valve => βαλβίδα διαφυγής, escape mechanism => μηχανισμός διαφυγής, escape hatch => καταπακτή διαφυγής,