Greek Meaning of disengaged
ανεμπλοκή
Other Greek words related to ανεμπλοκή
Nearest Words of disengaged
- disengage => Αποσυνδέω
- disenfranchisement => αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου
- disenfranchised => αποστερημένοι της εκλογής
- disenfranchise => στέρηση δικαιωμάτων
- disendowment => αποστέρηση ιερού
- disendow => αφαιρώ την κυριότητα
- disencumbrance => αποδέσμευση
- disencumbering => απελευθερώνω
- disencumbered => Απαλλαγμένος
- disencumber => Απαλλάσσω
Definitions and Meaning of disengaged in English
disengaged (imp. & p. p.)
of Disengage
disengaged (a.)
Not engaged; free from engagement; at leisure; free from occupation or care; vacant.
FAQs About the word disengaged
ανεμπλοκή
of Disengage, Not engaged; free from engagement; at leisure; free from occupation or care; vacant.
σαφής,δραπέτευσε,Ανεξάρτητα,ξεβίδωτος,Ατελείωτος,χαλαρός,απεριόριστος,απελευθερωμένος,Αδεσμευτος,χαλαρός
δεμένος,πιάστηκε,περιορισμένος,Φυλακισμένος,συγκρατημένος,ελεύθερος,αγκυροβολημένος,μπουλονάρω,φυλακισμένος,αλυσοδεμένο
disengage => Αποσυνδέω, disenfranchisement => αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου, disenfranchised => αποστερημένοι της εκλογής, disenfranchise => στέρηση δικαιωμάτων, disendowment => αποστέρηση ιερού,