Greek Meaning of disendow
αφαιρώ την κυριότητα
Other Greek words related to αφαιρώ την κυριότητα
Nearest Words of disendow
- disendowment => αποστέρηση ιερού
- disenfranchise => στέρηση δικαιωμάτων
- disenfranchised => αποστερημένοι της εκλογής
- disenfranchisement => αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου
- disengage => Αποσυνδέω
- disengaged => ανεμπλοκή
- disengagement => αποσύνδεση
- disengaging => αποσύνδεσης
- disennoble => εξαχρειώνω
- disenroll => διαγράφω
Definitions and Meaning of disendow in English
disendow (v. t.)
To deprive of an endowment, as a church.
FAQs About the word disendow
αφαιρώ την κυριότητα
To deprive of an endowment, as a church.
λαμβάνω,αφαιρούμε χρηματοδότηση,ζωγραφίζω,επιβιώνω
καθιερώστε,οικονομικά,βρέθηκε,Ταμείο,οργανώνω,επιδοτώ,συνεισφέρω,δωρεά,εγγραφή,υποστήριξη
disencumbrance => αποδέσμευση, disencumbering => απελευθερώνω, disencumbered => Απαλλαγμένος, disencumber => Απαλλάσσω, disencrese => Μείωση,