Greek Meaning of subsist

επιβιώνω

Other Greek words related to επιβιώνω

Definitions and Meaning of subsist in English

Wordnet

subsist (v)

support oneself

FAQs About the word subsist

επιβιώνω

support oneself

είναι,υπάρχω,ζωντανά,αναπνέω,συνεχίζω,Κανόνας,επιβιώνω,κατοικώ,υπομένω,ακμάζω

σταματάω,αναχωρείν,εξαφανίζω,εξατμίζω,λήγει,υποκύπτω,εξαφανίζομαι,(πεθάνω),διακόπτω,τέλος

subsidy => επιδότηση, subsidizer => επιχορηγός, subsidized => επιδοτούμενο, subsidize => επιδοτώ, subsidization => επιχορήγηση,