Greek Meaning of succumb

υποκύπτω

Other Greek words related to υποκύπτω

Definitions and Meaning of succumb in English

Wordnet

succumb (v)

consent reluctantly

be fatally overwhelmed

FAQs About the word succumb

υποκύπτω

consent reluctantly, be fatally overwhelmed

τόξο,προϋπολογισμός,παραδέχομαι,υποβάλλω,παράδοση,συναινώ,ανοιγοκλείνω τα μάτια,παραδίδω,υποχωρώ,παραιτούμαι

μάχη,αντιστέκομαι,μάχη,Αντιμετωπίζω,διαγωνίζομαι,αψηφώ,Πρόσωπο,συναντώ,αντικείμενο,αντιτίθεμαι

succulent => Παχύφυτο, succulency => ζουμερότητα, succulence => ζουμερότητα, succourer => βοηθώ, succour => βοήθεια,