Greek Meaning of thwart
Ματαιώνω
Other Greek words related to Ματαιώνω
- απογοητεύω
- καλάθι δώρων
- αποτρέπω
- μπερδεύω
- βαλκ
- ρυθμός
- σκάκι-ματ
- ήττα
- απογοητεύω
- Φύλλο
- σταματώ
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- εμποδίζω
- ξεπερνώ
- σταματάω
- σύλληψη
- αποτρέπω
- μπάρα
- μπλοκ
- έλεγχος
- απόφραξη
- κατακτώ
- αντισταθμίζω
- Βαρύνω
- δεσμός
- προλαμβάνω
- αναπηρία
- Λαγκάς
- απέχω
- χειροπέδες
- αρνούμαι
- ουδετεροποιώ
- ακυρώνω
- αποφεύγω
- μετατόπιση
- αποκλείω
- οπισθοχώρηση
- δεσμός
- Βραχυκύκλωμα
- περίπτερο
- δένω
- δίχτυ
- παρεμβάλλω (σε)
Nearest Words of thwart
Definitions and Meaning of thwart in English
thwart (n)
a crosspiece spreading the gunnels of a boat; used as a seat in a rowboat
thwart (v)
hinder or prevent (the efforts, plans, or desires) of
thwart (a.)
Situated or placed across something else; transverse; oblique.
Fig.: Perverse; crossgrained.
Thwartly; obliquely; transversely; athwart.
thwart (prep.)
Across; athwart.
thwart (n.)
A seat in an open boat reaching from one side to the other, or athwart the boat.
thwart (v. t.)
To move across or counter to; to cross; as, an arrow thwarts the air.
To cross, as a purpose; to oppose; to run counter to; to contravene; hence, to frustrate or defeat.
thwart (v. i.)
To move or go in an oblique or crosswise manner.
Hence, to be in opposition; to clash.
FAQs About the word thwart
Ματαιώνω
a crosspiece spreading the gunnels of a boat; used as a seat in a rowboat, hinder or prevent (the efforts, plans, or desires) ofSituated or placed across someth
απογοητεύω,καλάθι δώρων,αποτρέπω,μπερδεύω,βαλκ,ρυθμός,σκάκι-ματ,ήττα,απογοητεύω,Φύλλο
πρόοδος,βοήθεια,Βοήθεια,καλλιεργώ,ενθαρρύνω,μπροστά,αναθρέφω,εφεξής,προωθώ,διευκολύνω
thwaite => ثوايت, thwacking => χτύπημα, thwacked => χτύπησε, thwack => χτύπημα, thuyin => thuyin,