Greek Meaning of hamper
καλάθι δώρων
Other Greek words related to καλάθι δώρων
- εκνευρίζω
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- μπλοκ
- απόφραξη
- περιορίζω
- κράμπα
- καθυστέρηση
- διαταράσσω
- Βαρύνω
- απογοητεύω
- χειροπέδες
- αναπηρία
- Λαγκάς
- αναστέλλω
- Αναχαιτίζω
- εμποδίζω
- Ματαιώνω
- παρεμβάλλω (σε)
- σύλληψη
- μπερδεύω
- βαλκ
- οδόφραγμα
- δέσιμο
- αποκλεισμός
- Φρένο
- αλυσίδα
- έλεγχος
- πνίγω
- περιορίζω
- Πεζοδρόμιο
- εκτροχιάζω
- δεσμός
- Φύλλο
- Δέσιμο
- απέχω
- κρατήστε
- λουρί
- χειροπέδες
- ηνία
- διατηρώ
- Καθυστερημένος
- Οδικό μπλόκο
- σαμποτάζ
- δεσμός
- Βραχυκύκλωμα
- πνίγω
- πνίγω
- Στραγγαλίζω
- πνίγω
- δέσιμο
- γραβάτα
- δένω
- δίχτυ
- (translation not provided)
- χαλάει το στυλ κάποιου
- Δώστε δύσκολο χρόνο
Nearest Words of hamper
Definitions and Meaning of hamper in English
hamper (n)
a restraint that confines or restricts freedom (especially something used to tie down or restrain a prisoner)
a basket usually with a cover
hamper (v)
prevent the progress or free movement of
put at a disadvantage
hamper (n.)
A large basket, usually with a cover, used for the packing and carrying of articles; as, a hamper of wine; a clothes hamper; an oyster hamper, which contains two bushels.
A shackle; a fetter; anything which impedes.
Articles ordinarily indispensable, but in the way at certain times.
hamper (v. t.)
To put in a hamper.
To put a hamper or fetter on; to shackle; to insnare; to inveigle; hence, to impede in motion or progress; to embarrass; to encumber.
FAQs About the word hamper
καλάθι δώρων
a restraint that confines or restricts freedom (especially something used to tie down or restrain a prisoner), a basket usually with a cover, prevent the progre
εκνευρίζω,εμποδίζω,εμποδίζω,εμποδίζω,μπλοκ,απόφραξη,περιορίζω,κράμπα,καθυστέρηση,διαταράσσω
βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,βοήθεια,ανοιχτό,σαφής,ενθαρρύνω,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρώνω
hamous => Χάμους, hamose => hamos, hammy => χάμμι, hammurapi => Αμμουραμπί, hammurabi => Αμμουραμπί,