Greek Meaning of stymie
εμποδίζω
Other Greek words related to εμποδίζω
- εκνευρίζω
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- μπλοκ
- απόφραξη
- περιορίζω
- κράμπα
- καθυστέρηση
- διαταράσσω
- Βαρύνω
- απογοητεύω
- αναπηρία
- Λαγκάς
- αναστέλλω
- Αναχαιτίζω
- Ματαιώνω
- δένω
- παρεμβάλλω (σε)
- σύλληψη
- μπερδεύω
- βαλκ
- οδόφραγμα
- δέσιμο
- αποκλεισμός
- Φρένο
- αλυσίδα
- έλεγχος
- πνίγω
- περιορίζω
- Πεζοδρόμιο
- εκτροχιάζω
- δεσμός
- Φύλλο
- χειροπέδες
- Δέσιμο
- απέχω
- κρατήστε
- λουρί
- χειροπέδες
- ηνία
- καταπιέζω
- διατηρώ
- Καθυστερημένος
- Οδικό μπλόκο
- σαμποτάζ
- δεσμός
- Βραχυκύκλωμα
- πνίγω
- πνίγω
- Στραγγαλίζω
- πνίγω
- καταπιέζω
- δέσιμο
- γραβάτα
- δίχτυ
- (translation not provided)
- χαλάει το στυλ κάποιου
- Δώστε δύσκολο χρόνο
Nearest Words of stymie
- stylus printer => Εκτυπωτής με στυλό
- stylus => Στυλό
- stylostixis => Στυλοστίξις
- stylopodium => Στυλοπόδιο
- stylophorum diphyllum => Στυλοφόριο
- stylophorum => Στυλοφόριο
- stylomecon heterophyllum => Stylomecon heterophyllum (Gaudich.) G. Taylor
- stylomecon => Στυλομίκη
- stylomastoid vein => Φλέβα του στυλομαστοειδούς
- styloid process => στυλοειδής απόφυσις
Definitions and Meaning of stymie in English
stymie (n)
a situation in golf where an opponent's ball blocks the line between your ball and the hole
a thwarting and distressing situation
stymie (v)
hinder or prevent the progress or accomplishment of
stymie ()
Alt. of Stimy
Alt. of Stimy
FAQs About the word stymie
εμποδίζω
a situation in golf where an opponent's ball blocks the line between your ball and the hole, a thwarting and distressing situation, hinder or prevent the progre
εκνευρίζω,καλάθι δώρων,εμποδίζω,εμποδίζω,εμποδίζω,μπλοκ,απόφραξη,περιορίζω,κράμπα,καθυστέρηση
βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,βοήθεια,σαφής,ενθαρρύνω,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρώνω,Κάνε δρόμο
stylus printer => Εκτυπωτής με στυλό, stylus => Στυλό, stylostixis => Στυλοστίξις, stylopodium => Στυλοπόδιο, stylophorum diphyllum => Στυλοφόριο,