FAQs About the word unplug

ξεβιδώνω

pull the plug of (electrical appliances) and render inoperable

σαφής,ανοιχτό,διευκολύνω,δωρεάν,λείο,ξεβουλώνω,σταματάω,ευκολία,χαλαρώνω

μπλοκ,φράζω,κοντά,φράγμα (μέχρι),παρεμβάλλω (σε),φράζω (πάνω),σταματάω,συσφίγγω,Βαρύνω,καλάθι δώρων

unplowed => αρότριωτος, unploughed => ακαλλιέργητος, unplight => αναξιόπιστος, unpledged => απαράσχετος, unpleat => ξεδιπλώνω,