Greek Meaning of unpolished

ακατέργαστος

Other Greek words related to ακατέργαστος

Definitions and Meaning of unpolished in English

Wordnet

unpolished (a)

not carefully reworked or perfected or made smooth by polishing

Wordnet

unpolished (s)

lacking social polish

FAQs About the word unpolished

ακατέργαστος

not carefully reworked or perfected or made smooth by polishing, lacking social polish

αδέξιος,Χοντρός,κοινός,χοντροκομμένος,ακατέργαστος,αηδιαστικός,τραχύς,Αγενής,ανώμαλος,Ακατέργαστος

πολιτισμένος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,ζωηρός,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,λείο,Γεύση,αριστοκρατικός,αυλικός

unpolish => ακατέργαστος, unpolicied => Αφύλαχτο, unpoison => αποτοξίνωση, unpoised => ανισόρροπος, unpointedness => αμβλύτητα,