Greek Meaning of lowbrow

χυδαίος

Other Greek words related to χυδαίος

Definitions and Meaning of lowbrow in English

Wordnet

lowbrow (n)

a person who is uninterested in intellectual pursuits

Wordnet

lowbrow (s)

characteristic of a person who is not cultivated or does not have intellectual tastes

FAQs About the word lowbrow

χυδαίος

a person who is uninterested in intellectual pursuits, characteristic of a person who is not cultivated or does not have intellectual tastes

Χοντρός,κοινός,χοντροκομμένος,ακατέργαστος,αηδιαστικός,Αγενής,χυδαίος,αδέξιος,Κακομαθημένος,Αντιφιλελεύθερος

αριστοκρατικός,πολιτισμένος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,κομψός,ζωηρός,πατρίκιος,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,λείο

lowbred => Τάπεινος, lowboy => Λοουμπόϋ, lowborn => γραικύλος, low-birth-weight infant => Νεογνό με χαμηλό βάρος γέννησης, low-birth-weight baby => Παιδί που γεννιέται με χαμηλό βάρος,