Greek Meaning of urbane
Αστικός
Other Greek words related to Αστικός
- πολιτισμένος
- χαριτωμένος
- φιλεύσπλαχνος
- λείο
- εκλεπτυσμένος
- ευγενικός
- ελκυστικός
- καβαλάρης
- σίγουρος
- κοσμοπολίτης
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- κομψός
- έμπειρος
- μητροπολίτης
- γυαλισμένο
- Γαλήνιος
- ολισθηρός
- λεπτός
- φιλικός
- ελκυστικός
- Ήρεμος
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- ευγενικός
- ζωηρός
- εύγλωττος
- γνώση
- μετρό
- ήρεμος
- ήρεμος
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- σίγουρος για τον εαυτό του
- ψύχραιμος
- έξυπνος
- ήρεμος
- λιπαρός
- άενοχλητος
- ατάραχος
- Ευγενής
- Έμπειρος
- αμήχανος
- αγενής
- αγενής
- χωρίς τάξη
- γελοίος
- αδέξιος
- Αδέξιος
- άχαρος
- Πράσινο
- άπειρος
- άξεστος
- ενοριακός
- επαρχιακός
- παιδαριώδης
- Ωμός
- ρουστίκ
- άκαμπτος
- Τεχνητός
- άβολος
- αγενής
- ανήσυχος
- αδέξιος
- ξύλινος
- άπειρος
- άχαρος
- άκομψος
- βαρετός
- αγριος
- Ακαλλιέργητος
- Ακατέργαστος
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- χοντροκομμένος
- διστακτικός
- αμόρφωτος
- Ανασφαλής
- άχρηστος
- φιλισταίος
- αγροτικός
- άχαρος
Nearest Words of urbane
Definitions and Meaning of urbane in English
urbane (s)
showing a high degree of refinement and the assurance that comes from wide social experience
urbane (a.)
Courteous in manners; polite; refined; elegant.
FAQs About the word urbane
Αστικός
showing a high degree of refinement and the assurance that comes from wide social experienceCourteous in manners; polite; refined; elegant.
πολιτισμένος,χαριτωμένος,φιλεύσπλαχνος,λείο,εκλεπτυσμένος,ευγενικός,ελκυστικός,καβαλάρης,σίγουρος,κοσμοπολίτης
αμήχανος,αγενής,αγενής,χωρίς τάξη,γελοίος,αδέξιος,Αδέξιος,άχαρος,Πράσινο,άπειρος
urbana => Ουρμπάνα, urban viii => Urbanus VIII, urban vi => Ουρβανός ΣΤ΄, urban v => αστική v, urban typhus => Αστικός τύφος,