Greek Meaning of metro
μετρό
Other Greek words related to μετρό
- κοσμοπολίτης
- μητροπολίτης
- πολιτισμένος
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- έμπειρος
- χαριτωμένος
- ήρεμος
- γυαλισμένο
- εξασκηθείς
- έμπειρος
- φιλικός
- ελκυστικός
- ελκυστικός
- Ήρεμος
- καβαλάρης
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- σίγουρος
- ευγενικός
- ζωηρός
- εύγλωττος
- φιλεύσπλαχνος
- γνώση
- ασκήθηκε
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- ολισθηρός
- έξυπνος
- λείο
- εκλεπτυσμένος
- ευγενικός
- λιπαρός
- άενοχλητος
- ατάραχος
- Αστικός
- Ευγενής
- Έμπειρος
- αμήχανος
- αγενής
- αγενής
- χωρίς τάξη
- γελοίος
- αδέξιος
- Αδέξιος
- Πράσινο
- άπειρος
- άξεστος
- ενοριακός
- επαρχιακός
- Ωμός
- άκαμπτος
- άβολος
- αγενής
- ανήσυχος
- ξύλινος
- άπειρος
- άχαρος
- άκομψος
- παιδαριώδης
- ρουστίκ
- Τεχνητός
- αγριος
- Ακαλλιέργητος
- αδέξιος
- Αγέλαστος
- διστακτικός
- άχαρος
- αμόρφωτος
- Ανασφαλής
- φιλισταίος
- αγροτικός
- βαρετός
- άχαρος
- Ακατέργαστος
- εξωκοσμικός
- χοντροκομμένος
Nearest Words of metro
Definitions and Meaning of metro in English
metro (n)
an electric railway operating below the surface of the ground (usually in a city)
FAQs About the word metro
μετρό
an electric railway operating below the surface of the ground (usually in a city)
κοσμοπολίτης,μητροπολίτης,πολιτισμένος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,έμπειρος,χαριτωμένος,ήρεμος,γυαλισμένο,εξασκηθείς
αμήχανος,αγενής,αγενής,χωρίς τάξη,γελοίος,αδέξιος,Αδέξιος,Πράσινο,άπειρος,άξεστος
metritis => Μητρίτιδα, metrist => μετρικός, metrify => Απομετροποιώ, metrification => Μετρικοποίηση, metrics => Μετρικές,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)