Greek Meaning of diffident
διστακτικός
Other Greek words related to διστακτικός
- ντροπαλός
- ντροπαλός
- αποσυρμένος
- αμήχανος
- οπισθοδρομικός
- ντροπαλός
- κόσμιος
- Αμήχανος
- Εσωστρεφής
- μόνος
- σεμνός
- υπολειπόμενος
- συνταξιοδότηση
- ταπεινός
- ντροπιασμένος
- αντικοινωνικός
- ανασταλμένος
- μοναχικός λύκος
- κρατημένος
- συνειδητός
- δειλός
- μη διεκδικητικός
- ανήσυχος
- μη επιχειρηματίας
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- Καθηλωμένος
Nearest Words of diffident
Definitions and Meaning of diffident in English
diffident (s)
showing modest reserve
diffident (a)
lacking self-confidence
diffident (a.)
Wanting confidence in others; distrustful.
Wanting confidence in one's self; distrustful of one's own powers; not self-reliant; timid; modest; bashful; characterized by modest reserve.
FAQs About the word diffident
διστακτικός
showing modest reserve, lacking self-confidenceWanting confidence in others; distrustful., Wanting confidence in one's self; distrustful of one's own powers; no
ντροπαλός,ντροπαλός,αποσυρμένος,αμήχανος,οπισθοδρομικός,ντροπαλός,κόσμιος,Αμήχανος,Εσωστρεφής,μόνος
φιλικός,Φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,κοινωνικός,άσεμνος,εξωστρεφής,κοινωνικός,έντονος,δώρο
diffidency => ντροπαλότητα, diffidence => δυσπιστία, diffide => αμφιβάλλω, difficulty => δυσκολία, difficultness => Δυσκολία,