Greek Meaning of self-conscious
συνειδητός
Other Greek words related to συνειδητός
- Αμήχανος
- άβολος
- ανήσυχος
- ντροπιασμένος
- οπισθοδρομικός
- ντροπαλός
- ντροπαλός
- αμήχανος
- δυσάρεστος
- αναστατωμένος
- αποσυντονισμένος
- ανασταλμένος
- Εσωστρεφής
- αγχωμένος
- κρατημένος
- ντροπιασμένος
- ντροπαλός
- ντροπαλός
- Καθηλωμένος
- αποσυρμένος
- ταραγμένος
- αμήχανος
- ενοχλημένο
- απογοητευμένος
- αδέξιος
- κόσμιος
- διστακτικός
- αποθαρρυμένος
- απογοητευμένος
- ανήσυχος
- στεναχωρημένος
- διαταραγμένος
- πανικόβλητος
- Αδέξιος
- άχαρος
- άκομψος
- Ανασφαλής
- ανήσυχος
- νευρικός
- σεμνός
- ταπεινωμένος
- μπερδεμένος
- έκπληκτος
- ταραγμένος
- υπολειπόμενος
- συνταξιοδότηση
- ρουστίκ
- αγροτικός
- ταπεινός
- άκαμπτος
- Τεχνητός
- δειλός
- μη διεκδικητικός
- μετριόφρων
- μη επιχειρηματίας
- αδέξιος
- ανεπιτήδευτος
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- ξύλινος
- χοντροκομμένος
- αμφίθυμος
Nearest Words of self-conscious
- self-conjugate => αυτοσυζυγής
- self-confident => σίγουρος για τον εαυτό του
- self-confidence => αυτοπεποίθηση
- self-confessed => αυτό-ομολογημένος
- self-condemnation => αυτοκαταδίκη
- self-concern => Εγωπάθεια
- self-conceitedly => με εγωισμό
- self-conceited => εγωιστής
- self-conceit => εγωισμός
- self-complacent => εγωϊστικός
- self-consciously => αυτοσυνείδητα
- self-consciousness => Αυτοσυνειδησία
- self-considering => εγωιστής
- self-consistency => Αυτό-συνέπεια
- self-consistent => Αυτοσυνεκτικό
- self-constituted => αυτοσυνταχθείς
- self-consuming => Αυτοκαταναλωτικό
- self-contained => αυτόνομο
- self-contemplation => αυτοσυγκέντρωση
- self-contradiction => αυτοαντίφαση
Definitions and Meaning of self-conscious in English
self-conscious (s)
aware of yourself as an individual or of your own being and actions and thoughts
excessively and uncomfortably conscious of your appearance or behavior
self-conscious (a.)
Conscious of one's acts or state as belonging to, or originating in, one's self.
Conscious of one's self as an object of the observation of others; as, the speaker was too self-conscious.
FAQs About the word self-conscious
συνειδητός
aware of yourself as an individual or of your own being and actions and thoughts, excessively and uncomfortably conscious of your appearance or behaviorConsciou
Αμήχανος,άβολος,ανήσυχος,ντροπιασμένος,οπισθοδρομικός,ντροπαλός,ντροπαλός,αμήχανος,δυσάρεστος,αναστατωμένος
σίγουρος,Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,σίγουρος,κουλ,ήρεμος,ήρεμος,ασφαλής,Γαλήνιος
self-conjugate => αυτοσυζυγής, self-confident => σίγουρος για τον εαυτό του, self-confidence => αυτοπεποίθηση, self-confessed => αυτό-ομολογημένος, self-condemnation => αυτοκαταδίκη,