Greek Meaning of rough-hewn
χοντροκομμένος
Other Greek words related to χοντροκομμένος
- ατέχναστος
- αδέξιος
- ακατέργαστος
- ελαττωματικό
- ατελής
- πρωτόγονος
- τραχύς
- χοντροκομμένο και έτοιμο
- σκληρός και άξεστος
- Αγενής
- ερασιτέχνης
- ελαττωματικός
- πρόχειρα χτισμένος
- προσωρινά επιδιορθωμένο
- ρουτινικός
- ημιτελές
- ακατέργαστος
- Ακατέργαστος
- αυτοσχέδιος
- ερασιτεχνικός
- ελαττωματικός
- ανακριβής
- μη καλλιτεχνικός
- Ανεπαρκής
- Άπειρος
- γυμνός
- μη επαγγελματίας
- άμορφος
- ανειδίκευτος
- άτεχνος
- ακατέργαστος
Nearest Words of rough-hewn
Definitions and Meaning of rough-hewn in English
rough-hewn
lacking refinement, lacking smooth manners or social grace, being rough or unfinished, being in a rough, unsmoothed, or unfinished state
FAQs About the word rough-hewn
χοντροκομμένος
lacking refinement, lacking smooth manners or social grace, being rough or unfinished, being in a rough, unsmoothed, or unfinished state
ατέχναστος,αδέξιος,ακατέργαστος,ελαττωματικό,ατελής,πρωτόγονος,τραχύς,χοντροκομμένο και έτοιμο,σκληρός και άξεστος,Αγενής
καλλιτεχνικός,άψογος,τελειωμένος,άψογος,σχολαστικός,καθαρός,τέλειο,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,επιδέξιος
roughens => τραχύνει, rough-edged => τραχείες άκρες, roughed it => το πέρασε δύσκολα, roughed (up) => άγριος, roughed => τραχύς,