FAQs About the word roues

τροχοί

a man devoted to a life of sensual pleasure

Καλλιζήδες,γκουρμέ,Λιμπερτίνοι,τσουγκράνες,καλοζωιστές,Επικούρειοι,οι καλοφαγάδες,Γκουρμέδες,Κυρηναϊκοί,Παραστρατημένοι

ασκητές,χαρμπαλάδες,χαλάστρες,Ίσια βέλη,Βρεγμένες κουβέρτες,Συντηρητικοί,υποκριτές

roturiers => Plebeier, rotters => σαπίζω, rototilling => φρεζάρισμα, rototilled => εδαφοκαλλιεργητής, rototill => καλλιεργητής,