FAQs About the word rototilled

εδαφοκαλλιεργητής

to till or plow (soil) with a rototiller

σκαλισμένο,σκαλισμένο,αναφερόμενος,Σκαλισμένο,σκαμμένο,Καλλιεργούμενος,ακαλλιέργητος,οργωμένο,Χρεοκοπημενος,αυλακωμένος

No antonyms found.

rototill => καλλιεργητής, rotorcraft => Περιστροφόρο αεροσκάφος, rotes => Rotes, rotations => περιστροφές, rotary-wing aircraft => Αεροσκάφος περιστροφικής πτέρυγας,