Greek Meaning of cultivated
Καλλιεργούμενος
Other Greek words related to Καλλιεργούμενος
- επιτευχθείς
- πολιτισμένος
- μορφωμένος
- γυαλισμένο
- πολιτικός
- μορφωμένος
- ζωηρός
- εγγράμματος
- ευγενικός
- εκλεπτυσμένος
- επιστημονικός
- εκλεπτυσμένος
- αστική τάξη
- εγκεφαλικός
- κοσμοπολίτης
- ευγενικός
- ευγενικός
- Ευρυμαθής
- διανοουμενίστικος
- Διανοουμενίστικος
- μεταλλικός
- διανοούμενος
- διανοούμενος
- με γνώσεις
- μαθημένος
- ευγενικός
- μεσαία τάξη
- Αστικός
- Ευγενής
- Διαβασμένος
- διανοουμενίστικος
Nearest Words of cultivated
- cultivated cabbage => λάχανο καλλιεργημένο
- cultivated carrot => Καλλιεργημένο καρότο
- cultivated celery => καλλιεργημένος σέλινος
- cultivated crab apple => Καλλιεργημένη αγριομηλιά
- cultivated land => Καλλιεργήσιμη γη
- cultivated parsnip => Παστινάκι
- cultivated rice => Καλλιεργημένο ρύζι
- cultivated strawberry => καλλιεργούμενη φράουλα
- cultivation => καλλιέργεια
- cultivator => καλλιεργητής
Definitions and Meaning of cultivated in English
cultivated (a)
(of land or fields) prepared for raising crops by plowing or fertilizing
cultivated (s)
no longer in the natural state; developed by human care and for human use
marked by refinement in taste and manners
FAQs About the word cultivated
Καλλιεργούμενος
(of land or fields) prepared for raising crops by plowing or fertilizing, no longer in the natural state; developed by human care and for human use, marked by r
επιτευχθείς,πολιτισμένος,μορφωμένος,γυαλισμένο,πολιτικός,μορφωμένος,ζωηρός,εγγράμματος,ευγενικός,εκλεπτυσμένος
βάρβαρος,βάρβαρος,Χοντρός,αναλφάβητος,αγριος,Ακαλλιέργητος,Αμόρφωτος,Αγράμματος,ακατέργαστος,Ακατέργαστος
cultivate => καλλιεργώ, cultivatable => καλλιεργήσιμος, cultivar => Ποικιλία, cultivable => καλλιεργήσιμος, cultist => λατρευτής,