Greek Meaning of literate
εγγράμματος
Other Greek words related to εγγράμματος
- πολιτισμένος
- μορφωμένος
- επιστημονικός
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- μορφωμένος
- Ευρυμαθής
- ενημερωμένος
- εκπαιδευμένος
- με γνώσεις
- μαθημένος
- μορφωμένος
- επιδέξιος
- Διαβασμένος
- ο βιβλιολάτρης
- εγκεφαλικός
- Καλλιεργούμενος
- διδακτικός
- διδακτικός
- διαφωτισμένος
- διανοουμενίστικος
- Διανοουμενίστικος
- διανοούμενος
- πεダンτικός
- γυαλισμένο
- καθηγητικός
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- Αυτοδίδακτος
- αυτοδίδακτος
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- Ευγενής
- ενημερώθηκε
- υπερεκπαιδευμένος
Nearest Words of literate
- literary work => λογοτεχνικό έργο
- literary study => λογοτεχνική μελέτη
- literary review => Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
- literary pirate => λογοτεχνικός πειρατής
- literary hack => Λογοτεχνικός μπάσταρδος
- literary genre => Λογοτεχνικό είδος
- literary criticism => Λογοτεχνικός κριτικός
- literary critic => λογοτεχνικός κριτικός
- literary composition => λογοτεχνική σύνθεση
- literary argument => Λογοτεχνικό επιχείρημα
Definitions and Meaning of literate in English
literate (n)
a person who can read and write
literate (a)
able to read and write
versed in literature; dealing with literature
literate (s)
knowledgeable and educated in one or several fields
literate (a.)
Instructed in learning, science, or literature; learned; lettered.
literate (n.)
One educated, but not having taken a university degree; especially, such a person who is prepared to take holy orders.
A literary man.
FAQs About the word literate
εγγράμματος
a person who can read and write, able to read and write, versed in literature; dealing with literature, knowledgeable and educated in one or several fieldsInstr
πολιτισμένος,μορφωμένος,επιστημονικός,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,μορφωμένος,Ευρυμαθής,ενημερωμένος,εκπαιδευμένος,με γνώσεις
σκοτεινός,σκοτεινός, -ή, -ό,αναλφάβητος,αγριος,Αμόρφωτος,αμόρφωτος,Αγράμματος,χυδαίος,Ημιμαθής,ακαλλιέργητος
literary work => λογοτεχνικό έργο, literary study => λογοτεχνική μελέτη, literary review => Ανασκόπηση βιβλιογραφίας, literary pirate => λογοτεχνικός πειρατής, literary hack => Λογοτεχνικός μπάσταρδος,