Greek Meaning of didactical
διδακτικός
Other Greek words related to διδακτικός
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- διδακτικός
- καθηγητικός
- ο βιβλιολάτρης
- εγκεφαλικός
- διανοουμενίστικος
- ενημερωμένος
- μελανοδοχείο
- εκπαιδευμένος
- διανοούμενος
- πεダンτικός
- γυαλισμένο
- επιδέξιος
- εκπαιδευμένος
- Ευγενής
- πολιτισμένος
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- μορφωμένος
- διαφωτισμένος
- Ευρυμαθής
- Διανοουμενίστικος
- με γνώσεις
- μαθημένος
- μορφωμένος
- εγγράμματος
- εκλεπτυσμένος
- επιστημονικός
- εκπαιδευμένος
- Αυτοδίδακτος
- αυτοδίδακτος
- έμπειρος
- ενημερώθηκε
- Κατ' οίκον εκπαίδευση
- πολυμαθής
- αυτοδίδακτος
Nearest Words of didactical
Definitions and Meaning of didactical in English
didactical (s)
instructive (especially excessively)
didactical (a.)
Fitted or intended to teach; conveying instruction; preceptive; instructive; teaching some moral lesson; as, didactic essays.
FAQs About the word didactical
διδακτικός
instructive (especially excessively)Fitted or intended to teach; conveying instruction; preceptive; instructive; teaching some moral lesson; as, didactic essays
ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,διδακτικός,καθηγητικός,ο βιβλιολάτρης,εγκεφαλικός,διανοουμενίστικος,ενημερωμένος,μελανοδοχείο,εκπαιδευμένος
σκοτεινός,σκοτεινός, -ή, -ό,αναλφάβητος,αγριος,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,Αμόρφωτος,αμόρφωτος,Αγράμματος,ακαλλιέργητος
didactic => διδακτικός, did => έκανε, dicynodontia => Δικυνοδοντία, dicynodont => δισυνοδοντ, dicyemid => Δικυεμιδίδες,