Greek Meaning of pedantic

πεダンτικός

Other Greek words related to πεダンτικός

Definitions and Meaning of pedantic in English

Wordnet

pedantic (s)

marked by a narrow focus on or display of learning especially its trivial aspects

Webster

pedantic (a.)

Alt. of Pedantical

FAQs About the word pedantic

πεダンτικός

marked by a narrow focus on or display of learning especially its trivial aspectsAlt. of Pedantical

εξαιρετικό,εγκεφαλικός,Έξυπνος,διδακτικός,έξυπνος,εγγράμματος,πομπώδης,επιστημονικός,Σνομπ,σνομπ

αναλφάβητος,χυδαίος,αντιδιανοητικός,φιλισταίος,Αμόρφωτος,Αγράμματος,αντιδιανοούμενος,Ακαλλιέργητος,μη αναγνωσμένο,ακαλλιέργητος

pedant => σπασίκλας, pedaneous => πεζόι, pedaller => πεντάλ, pedality => πεταλιέρα, pedalian => Πεντάλ,