Greek Meaning of high-hat
χαι-χατ
Other Greek words related to χαι-χατ
- αριστοκρατικός
- αλαζόνας
- απόμακρος
- φαντασμένος
- ελιτίστικος
- υπερόπτης
- ψιλολόγος
- γιογιό
- πολυτελές
- εγωιστής
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- σνομπ
- υποτιμητικός
- εγωιστής
- υπερόπτης
- εγωιστής
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- Υπερόπτης
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- αυταρχικός
- Επιτηδευμένος
- γκρινιάρης
- θυμωμένος
- αυταρχικός
- εύγενος
- υπεροπτικός
- αυταρχικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- υπερήφανος
- εγωιστής
- αυτάρεσκος
- Φιγουρατζής
- ανώτερος
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- φαντασμένος
- αλαζονικός
- αλαζονικός
Nearest Words of high-hat
Definitions and Meaning of high-hat in English
high-hat (n)
cymbals that are operated by a foot pedal
a man's hat with a tall crown; usually covered with silk or with beaver fur
high-hat
beaver entry 1 sense 2, a pair of cymbals operated by a foot pedal, snooty, snobbish, to treat in a snobbish manner, behaving like a snob
FAQs About the word high-hat
χαι-χατ
cymbals that are operated by a foot pedal, a man's hat with a tall crown; usually covered with silk or with beaver furbeaver entry 1 sense 2, a pair of cymbals
αριστοκρατικός,αλαζόνας,απόμακρος,φαντασμένος,ελιτίστικος,υπερόπτης,ψιλολόγος,γιογιό,πολυτελές,εγωιστής
δημοκρατικός,ισότιμος,ταπεινός,σεμνός,ανεπιτήδευτος,Αντι-ελιτιστικός,χωρίς εγωισμό
high-flying => άψογος, highflyers => Υψηλοί πετώντες, highfliers => Αριστούχοι, highest => υψηλότερος, higher-ups => Ανωτεροι,