Greek Meaning of potty
γιογιό
Other Greek words related to γιογιό
- αριστοκρατικός
- αλαζόνας
- σνομπ
- ελιτίστικος
- υψηλοπετών
- ψιλολόγος
- πολυτελές
- εγωιστής
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- εγωιστής
- υπερόπτης
- χαι-χατ
- απόμακρος
- εγωιστής
- φαντασμένος
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- Υπερόπτης
- υπερόπτης
- φανταχτερός
- αυταρχικός
- Επιτηδευμένος
- γκρινιάρης
- θυμωμένος
- αυταρχικός
- εύγενος
- υπεροπτικός
- αυταρχικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- αυτάρεσκος
- Φιγουρατζής
- υποτιμητικός
- ανώτερος
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- φαντασμένος
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- αλαζονικός
Nearest Words of potty
Definitions and Meaning of potty in English
potty (n)
a plumbing fixture for defecation and urination
a receptacle for urination or defecation in the bedroom
potty (s)
marked by foolish or unreasoning fondness
(British informal) trivial
slightly intoxicated
FAQs About the word potty
γιογιό
a plumbing fixture for defecation and urination, a receptacle for urination or defecation in the bedroom, marked by foolish or unreasoning fondness, (British in
αριστοκρατικός,αλαζόνας,σνομπ,ελιτίστικος,υψηλοπετών,ψιλολόγος,πολυτελές,εγωιστής,Σνομπ,σνομπ
δημοκρατικός,ισότιμος,ταπεινός,σεμνός,ανεπιτήδευτος,Αντι-ελιτιστικός,χωρίς εγωισμό
pott's disease => Νόσος του Ποτ, pot-trained => Εκπαιδευμένος στην τουαλέτα, potto => ποτό, pottle => τεταρτημόριο, pottery => κεραμική,