Greek Meaning of swelled-headed

φαντασμένος

Other Greek words related to φαντασμένος

Definitions and Meaning of swelled-headed in English

swelled-headed

an exaggerated opinion of oneself, bighead

FAQs About the word swelled-headed

φαντασμένος

an exaggerated opinion of oneself, bighead

εγωιστής,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστής,αλαζονικός,αλαζονικός,απόμακρος,αλαζόνας,φαντασμένος

δημοκρατικός,ισότιμος,ταπεινός,σεμνός,ανεπιτήδευτος,Αντι-ελιτιστικός,χωρίς εγωισμό

swelled (up) => πρησμένο, swell (up) => (πρήζομαι), sweet-talking => Γλυκομίλητος, sweet-talked => γλυκομίλητος, sweets => γλυκά,