Greek Meaning of swerved
αποφεύγω
Other Greek words related to αποφεύγω
- στράφηκε
- καμπύλος
- καμπύλος
- Χρεοκοπημενος
- περικύκλωση
- καμπύλος
- κόβω
- κουρεμένο
- στρεμμένος
- περιπλανήθηκε
- έστρεψε
- ζιγκ-ζαγκ
- Ζιγκζαγκ
- έκανε μεταβολή στάσης
- καμπυλωτός
- λυγισμένος
- περιελισσόμενος
- στρεβλός
- σγουρός
- αποκλίνων
- εθισμένος
- βρόχος
- περιστρέφεται
- στρογγυλεμένο
- στραβό
- στραβός
- στραμπούληξε
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- παρεκκλίνας
- σάρωσε
- Στριμμένο
- δίστασε
- υφαντός
- με ρόδες
- λαχανιασμένος
- πληγή
- Διαγώνια
Nearest Words of swerved
Definitions and Meaning of swerved in English
swerved
to turn aside suddenly from a straight line or course, to turn aside abruptly from a straight line or course, to cause to turn aside or deviate
FAQs About the word swerved
αποφεύγω
to turn aside suddenly from a straight line or course, to turn aside abruptly from a straight line or course, to cause to turn aside or deviate
στράφηκε,καμπύλος,καμπύλος,Χρεοκοπημενος,περικύκλωση,καμπύλος,κόβω,κουρεμένο,στρεμμένος,περιπλανήθηκε
ίσιωσε
swept (away) => σάρωσε (μακριά), swelters => ιδρώνει, sweltered => Ζεστάθηκε, swells => οιδήματα, swellings => οιδήματα,