Greek Meaning of wheeled
με ρόδες
Other Greek words related to με ρόδες
- εκτραπεί
- έγνεψε
- στρεμμένος
- χτυπημένος
- εκτροπή
- μετακινηθήκαμε
- ανακατευθυνόμενος
- μετατοπίστηκε
- εκτροπιασμένος
- εναλλασσόμενος
- περιστρεφόμενος
- περιστρέψει
- στράφηκε
- στροβιλίστηκε
- αποφεύχθηκε
- λυγισμένος
- καμπύλος
- αποκλίνων
- επανακατευθύνθηκε
- διοχετευμένο
- Αποπροσανατολισμένος
- επηρεάστηκε
- αποφεύγω
- μεταφερμένο
- γύρισε πίσω
- Στριμμένο
- Διαγώνια
Nearest Words of wheeled
Definitions and Meaning of wheeled in English
wheeled (a)
having wheels; often used in combination
wheeled (imp. & p. p.)
of Wheel
wheeled (a.)
Having wheels; -- used chiefly in composition; as, a four-wheeled carriage.
FAQs About the word wheeled
με ρόδες
having wheels; often used in combinationof Wheel, Having wheels; -- used chiefly in composition; as, a four-wheeled carriage.
εκτραπεί,έγνεψε,στρεμμένος,χτυπημένος,εκτροπή,μετακινηθήκαμε,ανακατευθυνόμενος,μετατοπίστηκε,εκτροπιασμένος,εναλλασσόμενος
ίσιωσε
wheelchair => αναπηρικό αμαξίδιο, wheelbird => τροχόπουλο, wheelbase => Μεταξόνιο, wheelbarrow => Καρότσι, wheelband => ζάντα,