Greek Meaning of diverted

εκτραπεί

Other Greek words related to εκτραπεί

Definitions and Meaning of diverted in English

Wordnet

diverted (s)

pleasantly occupied

Webster

diverted (imp. & p. p.)

of Divert

FAQs About the word diverted

εκτραπεί

pleasantly occupiedof Divert

διασκεδασμένος,αποσπασμένος,διασκεδασμένος,γλέντησε,απασχολημένος,Χαρούμενος,απορροφημένος,ενδιαφέρομαι,κατειλημμένος,ηρεμημένος

βαρετό,στραγγισμένος,εξαντλημένος,Κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,φορούσε,επιβαρυντική,ενοχλημένος,ενοχλημένο

divert => αποσπάω, diversory => εκτροπή, diversivolent => αμελητέος, diversity => ποικιλομορφία, diversities => ποικιλίες,