Greek Meaning of captivated
αιχμάλωτος
Other Greek words related to αιχμάλωτος
Nearest Words of captivated
Definitions and Meaning of captivated in English
captivated (s)
strongly attracted
filled with wonder and delight
captivated (imp. & p. p.)
of Captivate
FAQs About the word captivated
αιχμάλωτος
strongly attracted, filled with wonder and delightof Captivate
μαγεμένος,γοητευμένος,γοητευμένος,Μαγεμένος,γοητευμένος,εμμονικός,ερωτευμένος (με κάτι),τρελός (για ή για),ερωτευμένος (με),ενθουσιασμένος (από)
κουλ,αποσπασμένος,απογοητευμένος,Απογοητευμένος,ανεπηρέαστος,μη μαγεμένος,ξέγνοιαστος
captivate => μαγεύω, captiousness => Καπριτσιόζος, captiously => πεισματικά, captious => κακόβουλος, caption => λεζάντα,