Greek Meaning of captiously

πεισματικά

Other Greek words related to πεισματικά

Definitions and Meaning of captiously in English

Wordnet

captiously (r)

in a captious, carping manner

Webster

captiously (adv.)

In a captious manner.

FAQs About the word captiously

πεισματικά

in a captious, carping mannerIn a captious manner.

κριτικά,κυνικά,αποδοκιμαστικά,υποτιμητικά,επιφυλακτικά,αρνητικά,με επίπληξη,με ύφος επίπληξης,επιτιμητικά,δυσμενώς

επιδοκιμαστικά,με αυτοπεποίθηση,θετικά,θετικά,με εμπιστοσύνη,με εμπιστοσύνη,αισιόδοξα,ακρίτως,αναμφισβήτητα

captious => κακόβουλος, caption => λεζάντα, captation => σύλληψη, captainship => καπετανία, captain's chair => Καρέκλα του καπετάνιου,