Greek Meaning of critically

κριτικά

Other Greek words related to κριτικά

Definitions and Meaning of critically in English

Wordnet

critically (r)

in a critical manner

FAQs About the word critically

κριτικά

in a critical manner

κυνικά,υποτιμητικά,αρνητικά,δυσμενώς,ανήσυχα,με φόβο,πεισματικά,ειρωνικά,αποδοκιμαστικά,επιφυλακτικά

με αυτοπεποίθηση,θετικά,θετικά,με εμπιστοσύνη,επιδοκιμαστικά,με εμπιστοσύνη,ακρίτως,αισιόδοξα,αναμφισβήτητα

criticality => κρισιμότητα, critical review => Κριτική, critical point => Κρίσιμο σημείο, critical mass => κρίσιμη μάζα, critical appraisal => Κριτική ανάλυση,