Greek Meaning of unfavorably

δυσμενώς

Other Greek words related to δυσμενώς

Definitions and Meaning of unfavorably in English

Wordnet

unfavorably (r)

showing disapproval; in a disparaging way

FAQs About the word unfavorably

δυσμενώς

showing disapproval; in a disparaging way

κριτικά,υποτιμητικά,αρνητικά,ανήσυχα,κυνικά,ειρωνικά,αποδοκιμαστικά,επιφυλακτικά,με επίπληξη,επιτιμητικά

επιδοκιμαστικά,θετικά,θετικά,με αυτοπεποίθηση,με εμπιστοσύνη,με εμπιστοσύνη,αισιόδοξα,ακρίτως,αναμφισβήτητα

unfavorableness => δυσμενής, unfavorable position => Δυσμενής θέση, unfavorable => δυσμενής, unfattened => άπαχος, unfathomed => ανεξερεύνητος,