FAQs About the word unfathered

χωρίς πατέρα

Having no father; fatherless; hence, born contrary to nature., Having no acknowledged father; hence, illegitimate; spurious; bastard.

νόθος,υιοθετημένος,ταπεινής καταγωγής,κακότεχνος,φυσικός,πλαστό,υποθετικός,ορφανός,ορφανός,ανώνυμος

νόμιμος

unfastidious => αναιδής, unfastening => ξεκούμπωμα, unfastener => κλειδί, unfastened => χαλαρός, unfasten => λύνω,