Greek Meaning of unfastening
ξεκούμπωμα
Other Greek words related to ξεκούμπωμα
Nearest Words of unfastening
Definitions and Meaning of unfastening in English
unfastening (n)
loosening the ties that fasten something
FAQs About the word unfastening
ξεκούμπωμα
loosening the ties that fasten something
αποσπώντας,αποσύνδεσης,απόδεση,απελευθερωτικός,λύσιμο,αποδέσμευση,ελευθέρωση,απελευθέρωση,χωρισμό,ελευθερία
συνημμένο αρχείο,ομόλογο,τσιμέντο,σύνδεση,σχοινί,κόμπος,σύνδεσμος,γραβάτα,συνδικαλιστική οργάνωση,στερέωση
unfastener => κλειδί, unfastened => χαλαρός, unfasten => λύνω, unfashionably => ντεμοντέ, unfashionable => ξεπερασμένος,