Greek Meaning of disengaging
αποσύνδεσης
Other Greek words related to αποσύνδεσης
Nearest Words of disengaging
- disengagement => αποσύνδεση
- disengaged => ανεμπλοκή
- disengage => Αποσυνδέω
- disenfranchisement => αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου
- disenfranchised => αποστερημένοι της εκλογής
- disenfranchise => στέρηση δικαιωμάτων
- disendowment => αποστέρηση ιερού
- disendow => αφαιρώ την κυριότητα
- disencumbrance => αποδέσμευση
- disencumbering => απελευθερώνω
Definitions and Meaning of disengaging in English
disengaging (p. pr. & vb. n.)
of Disengage
disengaging (a.)
Loosing; setting free; detaching.
FAQs About the word disengaging
αποσύνδεσης
of Disengage, Loosing; setting free; detaching.
αποσπώντας,χωρισμό,ελευθέρωση,απελευθέρωση,Αποχωρισμός,απόδεση,ξεκούμπωμα,απελευθερωτικός,λύσιμο,αποδέσμευση
συνημμένο αρχείο,ομόλογο,τσιμέντο,σύνδεση,σχοινί,άρθρωση,κόμπος,σύνδεσμος,Σύνδεση,γραβάτα
disengagement => αποσύνδεση, disengaged => ανεμπλοκή, disengage => Αποσυνδέω, disenfranchisement => αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου, disenfranchised => αποστερημένοι της εκλογής,