Greek Meaning of hookup
σύνδεση
Other Greek words related to σύνδεση
- διασύνδεση
- ένωση
- συνεργασία
- σύνδεση
- συνεργασία
- εταιρική σχέση
- σχέση
- συμμαχία
- ομοσπονδία
- συναλλαγές
- ενοποίηση
- αλληλεπίδραση
- Σύνδεσμος
- Συγχώνευση
- σχέση
- συνδικαλιστική οργάνωση
- συγγένεια
- συνημμένο αρχείο
- κρεβάτι
- επιχείρηση
- εγγύτητα
- συντροφικότητα
- εταιρεία
- Ανταλλαγή
- Ενσωμάτωση
- Σύνδεσμο
- αλληλοσυσχέτιση
- οικειότητα
- Συγγένεια
- πρωτάθλημα
- Σύνδεσμος
- αμοιβαδισμός
- ενότητα
- Σχέση
- αμοιβαιότητα
- Αλληλεγγύη
- Συμβίωση
- συμπάθεια
- δένω
- ενοποίηση
- ενότητα
Nearest Words of hookup
Definitions and Meaning of hookup in English
hookup (n)
a device providing a connection between a power source and a user
a system of components assembled together for a particular purpose
FAQs About the word hookup
σύνδεση
a device providing a connection between a power source and a user, a system of components assembled together for a particular purpose
διασύνδεση,ένωση,συνεργασία,σύνδεση,συνεργασία,εταιρική σχέση,σχέση,συμμαχία,ομοσπονδία,συναλλαγές
χωρισμός,αποσύνδεση,διάλυση,τμήμα,Αποχωρισμός,διαχωρίζω,αποξένωση,διχόνοια,Διαζύγιο,χωρισμό
hook-shaped => γαμψός, hooks => άγκιστρα, hook-nosed => Γαμψή μύτη, hooknose => Αετίνασα, hooklike => αγκιδοειδής,