Greek Meaning of hooking
εθιστικό
Other Greek words related to εθιστικό
- καμπύλος
- κάμψη
- curling
- καμπυλώνω
- "τόξο"
- υπόκλιση
- κάμψη
- εκκλίνων
- παραπλανητικό
- βρόχος
- στρογγυλοποίηση
- ξέστρεμμα
- στροβιλιζόμενο
- στροφή
- Στρέβλωση
- κουνώντας
- Ύφανση
- περιτύλιγμα
- βαθούλωμα
- λακκάκι
- καταχωρητικός
- πλέξιμο
- επικλινής
- κάμπτω
- κοίλος
- κλιτικός
- Kάμψη
- ελικοειδής
- αντανακλαστικός
- κεκλιμένος
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- περιπλεγμένος
- στρίβω
- παραμόρφωση
- περιέλιξη
Nearest Words of hooking
Definitions and Meaning of hooking in English
hooking (n)
a golf shot that curves to the left for a right-handed golfer
hooking (p. pr. & vb. n.)
of Hook
FAQs About the word hooking
εθιστικό
a golf shot that curves to the left for a right-handed golferof Hook
καμπύλος,κάμψη,curling,καμπυλώνω,"τόξο",υπόκλιση,κάμψη,εκκλίνων,παραπλανητικό,βρόχος
ίσιωμα,ξεδίπλωμα,άκαμπτος
hookey => κοπάνα, hooke's law => Νόμος του Χουκ, hooke's joint => Σύνδεσμος του Hooke, hooke's gearing => Ενσωμάτωση του Hooke, hooker's onion => φρέσκο κρεμμυδάκι,